- προεκδέχομαι
- Αανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τούς... ἀνέμους», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
προεκδεχόμενα — προεκδέχομαι intercept before pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκδέχεσθαι — προεκδέχομαι intercept before pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεδέχετο — προεκδέχομαι intercept before imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)